μέτωρος

μέτωρος
-η, -ο
αυτός που κάνει αστεία, χωρατατζής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, πρόκειται για το επίθ. μετέωρος (με συναίρεση τής β' συλλαβής), ενώ κατ' άλλη άποψη από μετά + ώρα, χωρατό ανούσιο επειδή δεν λέγεται στην ώρα του].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μέτωρο — το αστείο, χωρατό. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού επιθ. μέτωρος*] …   Dictionary of Greek

  • μετέωρος — η, ο (ΑΜ μετέωρος, ον, Α επικ. τ. μετήορος, ον, δωρ. τ. πεδάωρος, ον Μ και μέτωρος, ον) 1. αυτός που αιωρείται πάνω από το έδαφος, που βρίσκεται ή γίνεται στον αέρα, εναέριος («σκέλεά δε... κατακρέμανται μετέωρα», Ηρόδ.) 2. αυτός που βρίσκεται σε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”